- κυριώνυμο
- τοβλ. κυριώνυμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυριώνυμος — η, ο (Μ κυριώνυμος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κυριώνυμο κύριο όνομα μσν. αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο, από τον Χριστό («κυριώνυμος ἡμέρα» η Κυριακή). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek